- μαγαζιάτικο
- και μαγαζάτικο, τοσυν. στον πληθ. τα μαγαζ(ι)άτικατο ποσό που πληρώνεται ως ενοίκιο για την παραμονή εμπορευμάτων σε αποθήκη, η δαπάνη για την εναποθήκευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαζί + κατάλ. -ιάτικο (πρβλ. βδομαδ-ιάτικο, μην-ιάτικο)].
Dictionary of Greek. 2013.